- ακυβέρνητος
- -η, -ο (Α ἀκυβέρνητος, -ov)1. (για πλοία, λέμβους κ.λπ.) αυτός που δεν έχει κυβερνήτη, πηδαλιούχο2. (για πόλεις, κράτη κ.λπ.) αυτός που δεν έχει κυβερνήτη, αρχηγόνεοελλ.1. αυτός που δεν έχει καλή διακυβέρνηση, διοίκηση2. αυτός που δεν μπορεί να διοικηθεί, ο ατίθασοςαρχ.εκείνος που δεν μπορεί να συγκρατηθεί, να ελεγχθεί.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ- στερητ. + κυβερνῶ.ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. ακυβερνησία].
Dictionary of Greek. 2013.